αναισθησία

αναισθησία
[анэстисиа] ουσ. Θ. бесчувственное состояние, безразличие.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αναισθησία" в других словарях:

  • ἀναισθησία — ἀναισθησίᾱ , ἀναισθησία lack of sensation fem nom/voc/acc dual ἀναισθησίᾱ , ἀναισθησία lack of sensation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναισθησία — η 1. γενική ή τοπική έλλειψη αισθήσεων: Πάσχει από αναισθησία του οπτικού νεύρου. 2. νάρκωση με κατάλληλα φάρμακα για να γίνει εγχείρηση: Εγχειρήθηκε ύστερα από καθολική αναισθησία. 3. απάθεια, αδιαφορία, αναλγησία: Η αναισθησία του ανθρώπου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναισθησίᾳ — ἀναισθησίαι , ἀναισθησία lack of sensation fem nom/voc pl ἀναισθησίᾱͅ , ἀναισθησία lack of sensation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… …   Dictionary of Greek

  • νωτιαία αναισθησία — Ένεση ενός παυσίπονου φαρμάκου στην περιοχή γύρω από τον νωτιαίο μυελό, για να μπλοκάρει την αίσθηση του πόνου στη διάρκεια της εγχείρησης …   Dictionary of Greek

  • ἀναισθησίας — ἀναισθησίᾱς , ἀναισθησία lack of sensation fem acc pl ἀναισθησίᾱς , ἀναισθησία lack of sensation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισθησίαι — ἀναισθησία lack of sensation fem nom/voc pl ἀναισθησίᾱͅ , ἀναισθησία lack of sensation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισθησίαν — ἀναισθησίᾱν , ἀναισθησία lack of sensation fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισθησίη — ἀναισθησία lack of sensation fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισθησίην — ἀναισθησία lack of sensation fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισθησίης — ἀναισθησία lack of sensation fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»